θεόπτυστος

θεόπτυστος
θεό-πτυστος, ον,
A detested by the gods,

γένος A.Th.604

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεόπτυστος — θεόπτυστος, ον (Α) ο μισητός στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτυστος (πτύω), πρβλ. ά πτυστος, κατά πτυστος] …   Dictionary of Greek

  • θεοπτύστῳ — θεόπτυστος detested by the gods masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”